- παραβγάζω
- (αόρ. (ε)παράβγαλα) μετ.1) слишком много вытаскивать, вынимать; 2) производить слишком много (товаров); 3) провожать (кого-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραβγάζω — 1. εξάγω, βγάζω έξω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει («παράβγαλες το καρφί και δεν κρατάει τίποτα») 2. παράγω περισσότερο από το συνηθισμένο και προσδοκώμενο («το χωράφι παράβγαλε σιτάρι εφέτος») 3. μτφ. συνοδεύω κάποιον για λίγο κατά την… … Dictionary of Greek
παραβγάζω — παράβγαλα, παραβγάλθηκα, παραβγαλμένος 1. παράγω, εξάγω περισσότερα απ όσα πρέπει ή περιμένει κανείς: Βγάζει ο τόπος τούτος καπνά; Βγάζει και παραβγάζει. – Είπαμε να βγάλουμε λίγο πιο έξω το μπαλκόνι του σπιτιού, μα εσύ το παράβγαλες. 2. συνοδεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παράβγαλμα — το [παραβγάζω] παρωνύμιο, παράνομα, παρατσούκλι … Dictionary of Greek